|
η 1) охра (краска); 2) бот. резеда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово охра? — ώχρα как на (ново)греческом будет слово резеда? — ώχρα как с (ново)греческого переводится слово ώχρα? — охра, резеда — πρωτότυπο — αδιαμοίραστος — ξεστυλώνομαι — αναγνωσματοποιώ — ματαρχίζω — ξεκίνημα — αμαξουργείο — ηλεκτροφυσιολογία — αβούτηκτος — δανειοδότηση — πορνοβοσκία — μεθαύριο — μονολιθικότητο — ζωντανότητα — ελαφροπιστία — ετεροτοπία — αμφιβολία — ετερογένεσις — πευκοφλοιός — εφέλκυση — χρεοπίστωση |
|||