|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φτωχοκαλύβα? — — πιερόττος — απόγυρα — διαποικίλλω — στερεό — βροντολογώ — κοχλασμός — αγροφυλακή — έθεσα — μελισσαριό — αιτιοκρατικός — αντρειώνω — ποντικοφωλιά — ξεσαβουρώνω — σκαλέτα — ιοντίζω — τεσσαρακονθήμερο — γριά — βοώ — βελονωτός — αποναρκωτικός — καματερή |
|||