Новогреческий словарь
επικαλώ
επικαλώ
(αόρ. επεκάλεσα)
давать прозвище; именовать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
давать прозвище
? —
επικαλώ
как на
(ново)греческом
будет слово
именовать
? —
επικαλώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
επικαλώ
? — давать прозвище, именовать
#
(ново)греческий словарь
—
ανθρακεμπορία
—
καλλιτσάγγαρος
—
σάνδαλον
—
δισυπόστατο
—
αρωματοποιία
—
ανασέρνω
—
ατμιστήρας
—
στιβάνι
—
χοοχουλίζω
—
κυανωπός
—
διακοσμήτρια
—
αντικρούστης
—
μαέστρος
—
χεράτο
—
λατικόν
—
μορφογονία
—
λιοκούκουτσο
—
αροτριώ
—
σκαμπανεβάζω
—
ινομύωμα
—
ναυπηγία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,