|
ионизировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ионизировать? — ιονίζω как с (ново)греческого переводится слово ιονίζω? — ионизировать — σφαλνω — μακιγιάρομαι — ζιγκολό — κυβιστικός — φαλκίδευση — ομότιμος — αγαλβάνιστος — επταπλούς — φανταγμένος — δραστικός — εμβρυοφθόρος — φατνικός — εκκριματοφόρος — άστυφτος — ευημερών — αφοβέριγος — υαλωτός — μαστεκτομή — υπενδύτης — πολυφαγία — αχαλιναγώγητος |
|||