|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βεβηλωμένος? — — αυξημένος — τρικέφαλος — υπόνοια — διαφέρω — ενδυναμωτής — στυλοβάτης — κρεβατωμένος — σύγκορμος — παιδογονία — τηλεκατευθυνόμενος — φρένο — καλόδεχτος — μειοβένθος — αμπελάνθισμα — αγρομίσθωση — γιατροπορεύω — προμήτωρ — κήρυξη — οινοδοχείο — κικούτα — συκόμορον |
|||