|
το монастырская пекарня #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монастырская пекарня? — μαγκιπειό как с (ново)греческого переводится слово μαγκιπειό? — монастырская пекарня — ελαιοχρωματίζω — γαστρώνω — ελάττωμα — κορακοζώητος — υποδιεύθυνση — ταυρομαχικός — εννεάμηνος — ξεστρωμένος — ακαριαία — προώλης — ανεμόσκαλα — ανθυπίατρος — ουδός — επαπειλούμενος — κουλός — προστήθιος — αμαξάκι — αναμοιομορφία — σταχωμένος — αρχιεργάτης — βλαχάρα |
|||