|
чесаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чесаться? — ξυούμαι как с (ново)греческого переводится слово ξυούμαι? — чесаться — βραδυνός — γεωδαιτώ — ινδολογία — βορβορότοπος — σπεκουλαδόρος — μάγγωμα — κάτωχρος — χαρτοπαικτείο — δεντρούλι — διόφθαλμος — αεροθλίπτης — χελωνιάρης — Μάης — γλυκοπατάτα — αλλαντοειδής — μαρξισμός — τηλεγραφείο — αυτοαπορρόφηση — αυτοκάμωτος — γλωσσοδέρνω — τραπεζομάντηλο |
|||