|
χοανο #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χόανο? — — ατημελησία — σύνδεμα — βαθύρριζος — αβλεψιά — ηπατεκτομή — γυναικίτσα — κιλό — πανσλαβιστικός — μεγαλοπραγμοσύνη — αυτόνομα — παρμένος — στροφοδίνη — Άνθιμος — πικραντικός — κοσμοσυρροή — υπώνυμο — δεκαέξι — καταπραϋντικός — ταβερνάκι — ετοιμασία — άρδευση |
|||