|
лидийский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лидийский? — λυδικός как с (ново)греческого переводится слово λυδικός? — лидийский — υδροχελιδών — μουσικοθεραπεία — ιεραρχία — ταχυμετρικός — παιδόφιλος — γάσα — τινάσσομαι — προσθαλασσώνομαι — αναγλυτσάζω — παρορμάω — σπαρακτικός — ήσυχος — στοίβας — εμορφαίνω — αψίδα — ξεγνοιάζω — συγκολλητής — ανάλλαγα — προδιαθέτω — αταλαιπώρητος — καλλιεργητικός |
|||