|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Βιολέτα? — — μανίτσα — αρκουδόβατος — τορευτική — πλατυκέφαλος — ζωνίτσα — θεόγυμνος — θέλγω — κοτέμπορος — Φιλλανδέζος — άλαιμος — τυλιχταρούδι — ξεφόρτωμα — φαρμακοτεχνική — καραβόσκυλο — παθητικότητα — φτερούγιασμα — δασερός — αστάρωτος — ψιλός — παράκαμψη — νυχτοπαρωρίτρα |
|||