Новогреческий словарь
υπόκωφος
υπόκωφ|ος
глухой, приглушённый
(о звуке, голосе)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
глухой
? —
υπόκωφος
как на
(ново)греческом
будет слово
приглушённый
? —
υπόκωφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπόκωφος
? — глухой, приглушённый
#
(ново)греческий словарь
—
ενδομορφία
—
οπτάνθραξ
—
φούσκισμα
—
Θεσσαλονίκη
—
σμαραγδίτης
—
φυτόζωον
—
βοστρυχώδης
—
ασυναφής
—
καταπονάω
—
βωλαράκι
—
μαυροθαλασσίτικος
—
αποστρατιωτικοποιώ
—
δεκατιά
—
απαλός
—
προκαλώ
—
ασφένδαμνος
—
μικροέξοδο
—
αξεγύμνωτος
—
συγκερασμός
—
οργανολογία
—
ουλούκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,