|
η атропин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово атропин? — ατροπίνη как с (ново)греческого переводится слово ατροπίνη? — атропин — λοξά — θαλασσοπορία — μηχανικισμός — αψιδοστάτης — αλλοτριότητα — λοχείος — χαλκεύω — κοστούμι — γλυκοσκάζω — θυμικός — εξάψαλμος — παράς — προλαβαίνω — αστράγαλος — λιχνεύομαι — αντικρουόμενος — σπινθήρισμα — εκπορίζομαι — φωτοτροπισμός — ενήλιξ — μελοδραμάτιον |
|||