|
ο огород #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово огород? — λαχανόκηπος как с (ново)греческого переводится слово λαχανόκηπος? — огород — ατολμία — δυσφημώ — γραυς — αγροφιλία — κρυόμπλαστρο — κρανιολογία — καλλιπάρειος — φλέγομαι — άγγιχτα — Ουγγαρέζος — συμφυρματικός — ζελέ — πρωτότοκος — πήκτωμα — λοστρόμος — αφροδισιασμός — μεταξένιος — οπισθενέργεια — αρκαντάσης — άφωνα — αργυραμοιβός |
|||