|
ο парикмахер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парикмахер? — κουρέας как с (ново)греческого переводится слово κουρέας? — парикмахер — αμαρτία — κέραμος — αυτενέργεια — ακαταπόνητος — κατηχήτρια — κουκούλλωμα — αιγίδα — βαγαπόντικο — καλάμισμα — χαρισάμενη — βυζάρα — αντρολόγι — δικηγόρος — δωδεκαετία — υπέρξηρος — προσφωνώ — καλαϊτζής — υπερηχητικός — υπίατρος — εψές — ολιγόστευμα |
|||