|
η провинциалка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово провинциалка? — επαρχιώτισσα как с (ново)греческого переводится слово επαρχιώτισσα? — провинциалка — καρδιοτοκογράφος — ανεκμετάλλευτος — χούϊ — επιβεβαιώνω — αλατοπιπεριέρα — άνθος — δίπλωμα — χρησμοδόχος — παρετυμολογία — ξένον — σπαρταράω — πατατόπιτα — καρπιαίος — πλαγίως — ουρανής — φαγωμός — αγάλια — μάγγανα — ακατάπιοτος — κολλώδιο — διεσπαρμένος |
|||