Новогреческий словарь
σαμποταριστής
σαμποταριστ|ής
ο 1)
саботажник
;
2)
диверсант
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
саботажник
? —
σαμποταριστής
как на
(ново)греческом
будет слово
диверсант
? —
σαμποταριστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαμποταριστής
? — саботажник, диверсант
#
(ново)греческий словарь
—
μικρό
—
αποποίηση
—
συμβίωση
—
αμετάβολος
—
πολυτάραχος
—
φραγκισκανή
—
θαλασσινόσουπα
—
ευθάλασσος
—
καθέκτης
—
αντιτάσσομαι
—
κάθουμαι
—
αντομνύω
—
λιπαίνω
—
συνέχιση
—
καρμίρικα
—
σταυροκοπιέμαι
—
αλογοτάκια
—
αιχμαλωσία
—
ολάνοικτος
—
αδιαπέραστος
—
μέν
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве