|
родниться по браку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родниться по браку? — συμπεθεριάζω как с (ново)греческого переводится слово συμπεθεριάζω? — родниться по браку — αναπάψιμο — τέρας — αποθετικός — χιονόλυτον — πλυντήριος — προστέγασμα — οικοτροφείο — ρουφιάνος — ακετυλενικός — δυσάλωτος — κλωνί — παγώνω — συνυπαιτιότητα — νομοθεσία — μουσαφίρισσα — κυτιοποιός — μοσκοβολιά — αντίχειρος — τραπέζιον — καβγαδάκι — γοργοδρομώ |
|||