Новогреческий словарь
συμπεθεριάζω
συμπεθεριάζω
родниться по браку
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
родниться по браку
? —
συμπεθεριάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμπεθεριάζω
? — родниться по браку
#
(ново)греческий словарь
—
ωογένεση
—
νοικοκυρά
—
ξεροτηγανίδι
—
μύτιλος
—
μπελάς
—
διαπράττω
—
αρπαχτικότητα
—
υδροχλωρικός
—
μικροσκοπία
—
κιβδηλεία
—
κοτόψειρα
—
τασάκι
—
γεμίζω
—
αποκλάδι
—
στραπόρτο
—
αστρατολόγητος
—
ασυγκατάβατος
—
καντίνα
—
μεταξωσέντονο
—
ξύστρισμα
—
διάσειση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве