|
το сироп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сироп? — σορόπι как с (ново)греческого переводится слово σορόπι? — сироп — συντήκω — ρινοπλαστία — ασαρκίο — απίκο — γεννοβόλημα — νηοψία — δέ — θνήσκω — έγγειος — συλλογή — φοιτητής — στόρι — σταυλίζω — αμφίεση — λυπάμαι — οροδοτώ — κούρνια — αντιπαραλληλισμός — χτυποβροντάω — αποβυζαίνω — υπόγυιος |
|||