|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μανουβράρισμα? — — άλογος — γαστήρ — κρεμασμένος — αρκτόμυς — εορτάσιμος — τσαντήρι — γουνάράδικο — υπαιτιότητα — υπερέκθεση — σφήνωση — πόκερ — μεταλλεία — ενταλματικός — συστρέφω — εγκλωβισμός — αιματηρός — κολτούκι — ασκούφωτος — γυαλάκιας — αποπίσω — σοβαροποιούμαι |
|||