Новогреческий словарь
μανουβράρισμα
μανουβράρισμα
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μανουβράρισμα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
υπηνεμούμαι
—
σκουπιδαρειό
—
έσοδο
—
τρισδιάστατος
—
εισαγγελεύω
—
ταλμουδιστής
—
γλωσσοδέτης
—
υποδιαιρώ
—
παράνομος
—
μεσαιωνικός
—
αρβυλοποιός
—
δυσαπόκτητος
—
υποκελευστής
—
ευρίσκομαι
—
λειτουργιέμαι
—
κτηματολόγιο
—
διαλαλώ
—
βραχμάνος
—
αναφορείον
—
πλακέτα
—
μάγιστρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве