αναφροδισία

формы словаβ
αναφροδισία
η отсутствие полового влечения



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово отсутствие полового влечения? — αναφροδισία
как с (ново)греческого переводится слово αναφροδισία? — отсутствие полового влечения


ειργμόςεχθρικόςκοινολογημένοςουζοπώληςεξομολόγοςμαγνητοηλεκτρισμόςαχειρίδωτοςεπιφωτίζωελληνιστίσαρκολαβίδαλεονταρίσιοςνόμισμααληθολάτρηςσυρματόσχοινοκλιματιστικόκαρδιοαγγειογραφίαστεγανόςυπερπροστατευτικάναυμάχοςνευροπάθειαβενζινόπλοιο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit