|
η отсутствие полового влечения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отсутствие полового влечения? — αναφροδισία как с (ново)греческого переводится слово αναφροδισία? — отсутствие полового влечения — ειργμός — εχθρικός — κοινολογημένος — ουζοπώλης — εξομολόγος — μαγνητοηλεκτρισμός — αχειρίδωτος — επιφωτίζω — ελληνιστί — σαρκολαβίδα — λεονταρίσιος — νόμισμα — αληθολάτρης — συρματόσχοινο — κλιματιστικό — καρδιοαγγειογραφία — στεγανός — υπερπροστατευτικά — ναυμάχος — νευροπάθεια — βενζινόπλοιο |
|||