|
το шишка на голове (от ушиба) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шишка на голове? — καρούμπαλο как с (ново)греческого переводится слово καρούμπαλο? — шишка на голове — δαγκασιά — εμπορευματοποιούμαι — ταραγμένος — ανύδρευτος — υπνώττω — φαρμακοκινητική — ταπετσαρία — συμπυκνωτικός — υπεκφεύγω — χωρομέτρηση — αντίκρημνος — μεγαθύμως — μαυροσίταρο — ενίοτε — μορφασμός — διάθερμος — ανθυγιεινός — κιβδηλοποιός — πορνογραφώ — αρμίδι — αποπάτηση |
|||