|
отрезатьнос (в наказание) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отрезатьнос? — ρινοκοπώ как с (ново)греческого переводится слово ρινοκοπώ? — отрезатьнос — διαπυρώνω — άσσος — γεντίτσι — πτήση — αρνούμαι — ξαγναντεύοντας — ακροαματικότητα — μαγγανεύω — παϊδάκι — χαλιφεία — έθανον — ανάφτω — μυλοδεξαμενή — ματσάκι — δεξιώς — αστρίμωχτος — φρονιμότητα — μπλε — κολλάρος — κρεβατομουρμούρα — αλμπάνης |
|||