|
το чай #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чай? — τσάϊ как с (ново)греческого переводится слово τσάϊ? — чай — ακρολιμνιά — γκιάω — λαμποκόπι — εμπερίστατος — εναυσματοδόχη — εξυγίανση — επιβουλή — οικονομολόγος — ξεσαβούρωτος — χρωματιστικός — πυκνοκατωκημένος — εγχειριστικός — ηλιοτροπισμός — σαπροφάγα — τοποθέτηση — ανασκιράω — εσύ — πιγκώνω — βδελυρότητα — ερωτόβλητος — χαραυγή |
|||