Новогреческий словарь
μονοστέφανος
μονοστέφαν|ος
первый раз вступивший в брак
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
первый раз вступивший в брак
? —
μονοστέφανος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονοστέφανος
? — первый раз вступивший в брак
#
(ново)греческий словарь
—
κρατητός
—
απροσωπία
—
σώτειρα
—
ζωοτόμος
—
εμφυλιοπολεμικός
—
λεξιλόγιο
—
τσιπουρίτσα
—
αυτορρυθμιστήρας
—
κρεβάτι
—
πολυομβρία
—
επωνυμία
—
καλυμμαύχιο
—
μακρόθωρος
—
μαγαρισμένος
—
ζημιά
—
μελανόμαυρος
—
μυστικισμός
—
ιζηματογόνος
—
αποτρίχωση
—
φοδραρίζω
—
ανελευθέρωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве