κρατητός

формы словаβ
κρατητός
держащийся;
          περπατάνε ~οί από τά χέρια — [phrase]они идут, взявшись за руки[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово держащийся? — κρατητός
как с (ново)греческого переводится слово κρατητός? — держащийся


πολωνέζδιαπορθμεύωαποκυλώσυσκευασίαναυλοσύμφωνοκαθαρτήριοκοριάζωχούγιασμαβενζινόπλοιοξιφούλκησηανεμοβρόχιεκκίνησηυδροληψίακαμπανίτσααεροηλιόλουτροπεργαμόντοοξειδοαναγωγήασκηνοθέτητοςξερόβραχοςεπεκτείνωυδρομετρητής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit