|
держащийся; περπατάνε ~οί από τά χέρια — [phrase]они идут, взявшись за руки[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово держащийся? — κρατητός как с (ново)греческого переводится слово κρατητός? — держащийся — πολωνέζ — διαπορθμεύω — αποκυλώ — συσκευασία — ναυλοσύμφωνο — καθαρτήριο — κοριάζω — χούγιασμα — βενζινόπλοιο — ξιφούλκηση — ανεμοβρόχι — εκκίνηση — υδροληψία — καμπανίτσα — αεροηλιόλουτρο — περγαμόντο — οξειδοαναγωγή — ασκηνοθέτητος — ξερόβραχος — επεκτείνω — υδρομετρητής |
|||