|
ο церк. викарий (первый помощник епископа) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово викарий? — πρωτοσύγκελλος как с (ново)греческого переводится слово πρωτοσύγκελλος? — викарий — χαριεντισμός — εξάεδρος — ύβρις — ρηχός — μονογράφηση — αδελφώνομαι — στουράκι — αρκουδάνθρωπος — ζευκτήρας — υφαντό — συμπολιτευόμενος — μονόζυγο — δικαιολογητικά — φιλόζωος — αφίσταμαι — σίζων — αμετολαμπάδευτος — τυροκομείο — θύω — σφήν — επίβαση |
|||