|
мин. мергельный; ~ σχιστόλιθος — мергельный сланец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мергельный? — μαργώδης как с (ново)греческого переводится слово μαργώδης? — мергельный — απορώ — σταλαγμόμετρον — ξεχαρβόλωμα — ασυντάραχτος — θούριο — ρητορικότης — δοξολόγημα — καλιγωτής — περαματάρης — παράγγελμα — γηρασμός — οινοπνευμοτοποιίο — μεσαριά — γέννηση — καταταράζω — αναχάραγμα — νεοφυτικός — σαρμάς — μαδερι — φτιάση — φραγκοκρατούμαι |
|||