|
антипевротический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово антипевротический? — αντινευρωτικός как с (ново)греческого переводится слово αντινευρωτικός? — антипевротический — καταπίστευση — ψαμμόλιθος — τορευτής — αμυγδαλεών — επείγω — λιλά — μάλις — κοφεόδενδρον — ακρόλοφος — αλκάλωση — διάβασμα — κυκλοφορία — αθύρω — καλοφαγού — μπηχτός — νεραϊδόχορτο — θαλασσοπνίξιμο — αμαρκάλιστος — ξεκάπνισμα — τουρισμός — αιτούσα |
|||