|
τα 1) древности; 2) (тж. η αρχαία) древнегречеческий язык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово древности? — αρχαία как на (ново)греческом будет слово древнегречеческий язык? — αρχαία как с (ново)греческого переводится слово αρχαία? — древности, древнегречеческий язык — ευωδιασμένος — τσίκνα — αποξεχνάω — τόσος — παρντεσσού — θεολογία — προεσκεμμένος — μοναχός — υαλοποίηση — μπερδεύομαι — γήρανση — επισάττω — μαργαριταρένιος — φυτοκόμος — πρόσβαση — ριπολίνη — προτερόχρονος — πυροτεχνικός — μορταδέλλα — αγριομούτσουνος — επιπρόσθετος |
|||