|
ровно, гладко, нормально; πάει ~ η δουλειά — [phrase]работа идёт нормально[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ровно? — στρωτά как на (ново)греческом будет слово гладко? — στρωτά как на (ново)греческом будет слово нормально? — στρωτά как с (ново)греческого переводится слово στρωτά? — ровно, гладко, нормально — εικοσαπλάσιος — λιγογράμματος — ιρανικά — περιπολικός — ευθύς — ζωοταριχεία — σκοπευτήριο — απόρρητος — μνημονική — οκταετηρίδα — διαμαρτυρικό — νομομάθεια — πλατόνι — αιθεροβάτις — καμαρωμένος — παρατηρητικώς — πεντάγραμμος — δίριχτος — πρωτοετής — νεοσύστατος — οδοντάγρα |
|||