|
: ~ καί ως έτυχε — на авось, наудачу, наугад; наобум #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εική? — — αναγνωριστικός — κατεβασιά — πολυκλινική — καλμάρω — στερεογραφία — ωφέλεια — πηδαλιουχείο — λεβεντόγρια — ανάβαση — διατρυπώ — συνειδητοποιώ — ψιψίρισμα — συνεργάτης — τηλεπαθητικός — ολιγοστός — ξενοφοβία — εκατομμυριούχος — ρέψιμο — αρχισυντάκτης — εγκυρότητα — φοβητσιάρισσα |
|||