εική

формы словаβ
εική
:
          ~ καί ως έτυχε — на авось, наудачу, наугад; наобум



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εική? —


αναγνωριστικόςκατεβασιάπολυκλινικήκαλμάρωστερεογραφίαωφέλειαπηδαλιουχείολεβεντόγριαανάβασηδιατρυπώσυνειδητοποιώψιψίρισμασυνεργάτηςτηλεπαθητικόςολιγοστόςξενοφοβίαεκατομμυριούχοςρέψιμοαρχισυντάκτηςεγκυρότηταφοβητσιάρισσα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit