αλχημιστικός

формы словаβ
αλχημιστικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αλχημιστικός? —


υετόμετρονανωφερήςαναφάντηςσκληρόφλουδοςπαρηγορούμαιπροσανατολισμένοςανατέλλωναραξοβόλιθεοδόλιχοςαγαργάλιστοςμελοποιόςοπισθογράφοςαυτόδηλοςμπάσοςκαραβέλαείρωνχορευτικόςθηριωδίαακορνίζωτοςάπηχτοςπαντοειδής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit