Новогреческий словарь
εκεράσθην
εκεράσθην
παθ. αόρ. от κερνώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκεράσθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
οινοπνευμοτοποιίο
—
Κροατία
—
νταβράντισμα
—
εξουθενωτικός
—
συλλογισμένος
—
γκιουλές
—
αστραποβόλος
—
δαντέλλα
—
εμύς
—
εκβαρβάρωση
—
σκοποβολή
—
λαγουδέρα
—
ψυχαναγκάζω
—
μικροβιολυσίνη
—
συμμέτρηση
—
ενθρόνιση
—
νάφθη
—
ωραίο
—
κούδαρης
—
πανταχού
—
πεντάκλιτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве