|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово νταβράντισμα? — — μαϊμουδίζω — τσάμικος — πρωτοπηγαίνω — κατέρυθρος — παριστάω — ιοντιστής — κρύσταλλο — συννεφιαστός — γάγγλιο — αυτοπροβάλλομαι — σαπουνόπερα — ψευτίζω — βανανέα — αντικληρικός — εκπυρσοκροτώ — μαστόδοντας — τσιμπώ — καθοδηγητικός — διέγνωσα — ύδωρ — κολιαρούδι |
|||