|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κουρτινόξυλο? — — λεξιλόγιο — εξαρκώ — ύλη — κροκίδα — υπηρεσιακός — εγγλέζικα — ισπανοφιλία — αηδία — ξαναμάσημα — γούρι — διαπλέκω — πεσιμιστής — στρατοπεδεία — αδιάσειστος — ψαρότρατα — τούρλωμα — ξηροπήγαδο — λεμφοκυτταροπενία — οξύμωρος — συνιδιοκτήτης — τσιμπούκι |
|||