Новогреческий словарь
ξεκαπακώνω
ξεκαπακώνω
снимать крышку, открывать
(посуду, коробку и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
снимать крышку
? —
ξεκαπακώνω
как на
(ново)греческом
будет слово
открывать
? —
ξεκαπακώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεκαπακώνω
? — снимать крышку, открывать
#
(ново)греческий словарь
—
αμμόλοφος
—
κακοφτιάνω
—
γλαρομάτης
—
χαλυβοβιομηχανία
—
μύρτο
—
απρόθετος
—
αντιμετώπιση
—
επιτεγίς
—
ανάπαιστος
—
αλογόμυγα
—
απαθανατισμός
—
μιλτόχρους
—
κολλέγιο
—
κρυφομιλάω
—
νυχτώνει
—
ησκιερός
—
ραδιοφόρος
—
κόφτω
—
διαφώτιστος
—
βιτούμιον
—
ακουστική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,