εκτρέφομαι

формы словаβ
εκτρέφομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εκτρέφομαι? —


χαροποιώαρχοντοθυγατέρασμιγόςδήμευσηκολπορραφήυποδιδάσκαλοςαπροαιρέτωςκαύσωναςφούλιπολιτικοκοινωνικόςμαλάςλογάωγαργαλιστικόςανέροχαρούπιαυτοπεποίθησηνεραντζιάαλλοπαθητικάμισογυνισμόςινδιάνικαηρωϊσμός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit