|
το 1) щека; 2) мор. скула #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щека? — μάγουλο как на (ново)греческом будет слово скула? — μάγουλο как с (ново)греческого переводится слово μάγουλο? — щека, скула — βύθισμα — μαστίτις — ισλαμιστής — βωμολοχώ — χαμοθεός — ραβάνι — αρμάρι — αριθμούμαι — ριζωματικός — εκβληστάνω — χήνα — ξανασήκωμα — γιατσάδα — ξεντέρισμα — ζουπίζω — καβαλλαρία — ΟΗΕ — μονογένεση — δρυοκολάπτης — αντικειμενικός — προσφέρω |
|||