|
(-άδος) η пара; чета #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пара? — δυάς как на (ново)греческом будет слово чета? — δυάς как с (ново)греческого переводится слово δυάς? — пара, чета — μυθογραφία — γεύση — απομαθαίνω — ψευτοπαλικαράς — ξεκαλτσώνω — φυλακισμενος — αντισυνταγματικότητα — βαλτζής — γουώτερ-πόλο — κατσούφιασμα — συγχορεύτρια — δέν — ουροποιητικός — νεφρό — χάλκινος — επιτατικός — επιλήσμον — συμβεβλημένος — σταυροκοπιώμαι — αγαθό — γνώση |
|||