|
кажущийся; внешний, показной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кажущийся? — αλλοιοφανής как на (ново)греческом будет слово внешний? — αλλοιοφανής как на (ново)греческом будет слово показной? — αλλοιοφανής как с (ново)греческого переводится слово αλλοιοφανής? — кажущийся, внешний, показной — αποπροσγείωση — ακατάβλητο — ανεμοστρόβιλος — διαρροή — μουστακοδέτης — τζάκα — στηθόπονος — χορευτικός — ιστολογία — αγγελόκομμα — δρυς — φακόσουπα — ανακλαδιστά — λευκόλιθος — καταδιώξιμος — σύναμα — ονομαστικώς — φάλαγγα — κολατσίζω — ετερονομία — ικανοποιημένος |
|||