|
поэтический; === ~ή άδεια — поэтическая вольность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поэтический? — ποιητικός как с (ново)греческого переводится слово ποιητικός? — поэтический — περιληπτικώς — τηλεφωνία — ασετυλίνη — μελισσομάντρι — Τρίτη — νομικώς — παλαίβω — ισοζύγιο — καταπινάρι — άμιλλα — εικονογραφώ — υποπλέω — ευθυμολογία — σιρόκος — σκαμπιλίζω — φασκελοκουκουλώνω — ξυλομπογιά — μαργαρένιος — δανιστί — εποικοδομή — διεξερευνώ |
|||