Новогреческий словарь
ποιητικός
ποιητικός
поэтический
;
===
~ή άδεια — поэтическая вольность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
поэтический
? —
ποιητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ποιητικός
? — поэтический
#
(ново)греческий словарь
—
ερυθροκύτταρο
—
αιολικός
—
πανικόβλητος
—
βιομετρική
—
χλευασμός
—
ενδοσπέρμιο
—
πλουτώνειος
—
ανακουρκουδίζω
—
αντιλάμπω
—
ανοργάνωτος
—
ανδραποδίζω
—
κουτσονούρα
—
δεκάχρονος
—
μυώδης
—
τρολές
—
αιγοτροφία
—
δυσκαταμάχητος
—
ανυδριά
—
λογούδικο
—
χειρουργικά
—
ανεπρόκοβος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве