Новогреческий словарь
άπλατος
άπλατ|ος
неширокий, узкий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неширокий
? —
άπλατος
как на
(ново)греческом
будет слово
узкий
? —
άπλατος
как с
(ново)греческого
переводится слово
άπλατος
? — неширокий, узкий
#
(ново)греческий словарь
—
αμακάριστος
—
επιδομή
—
ανακατονκίζω
—
αμαχητί
—
απολυσώνας
—
ψαγμένος
—
διασοφίζομαι
—
ομόφωνος
—
μεσάζω
—
αδρομος
—
απειράκις
—
αντικαρκινικός
—
μεσοτοιχία
—
ρίψασπις
—
ξεφωνητό
—
δίνηση
—
υδροτροχός
—
πάνοπλος
—
αντικομματικά
—
σόδιασμα
—
κυματόμετρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,