|
η страсть к покупкам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страсть к покупкам? — ωνιομανία как с (ново)греческого переводится слово ωνιομανία? — страсть к покупкам — διλάβι — συγκαιριανός — αιμωδιάζω — βουβάλειος — κατάκορος — αργυρόχρους — χτενισιά — παρελκυστικός — μετεξέλιξη — κόκκαλο — μουτσουνάρα — επιδερμικός — αμερικανοκρατούμαι — αποκηρύττω — αστράγαλος — βρεχτούρα — πλάγιοβάδιση — αναξιοπαθής — σακχαροφόρος — τριχοφυΐα — ογρός |
|||