|
(-ίδος) η 1) прогон (моста); 2) мор. бимс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прогон? — επιζυγίς как на (ново)греческом будет слово бимс? — επιζυγίς как с (ново)греческого переводится слово επιζυγίς? — прогон, бимс — ψαμμώδης — συμβιβασμένος — απροαίρετα — αιδοιολειχία — μικρεμπόριο — αναφούφουλος — χαμηλόφωνος — αθηλύκωτος — φρενικός — ελλύχνιον — κάρρο — εκτοκύκλιο — λατινόφρων — σκύφτω — ασκημούτσικα — χρωματοφόρος — γουρουνίζω — δερματέμπορος — βιβλιογνωσία — χιονοβόλος — πλάσιμο |
|||