|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κονιορτοποιώ? — — ψαρόνι — ένσπερμος — θωπευτικός — εξέμπλιον — μυρίζομαι — λαγουδέρα — κοινιάζω — πολύγνωμος — αδιαχώρητα — φωτότυπο — ορθολογιστής — ξεροψήνω — βουκκιά — γιουχάϊσμα — ψιλή — χλευασμός — βιβλιοφοβία — διαμετακομιστικός — χολεριασμένος — σκυλόψαρο — σχοινιοειδής |
|||