|
ο, η иконоборец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иконоборец? — εικονομάχος как с (ново)греческого переводится слово εικονομάχος? — иконоборец — δίκωπος — επιπολασμός — ευκολοθύμητος — μαγώτος — Ποσειδώνας — ξελεπίζω — ατυχώ — τζοβαϊρικά — λοξοτέμνω — μορφογενετικός — ολοκληρωμένος — πυροτεχνουργός — γιδοκοπή — προσωπικό — μαχαίρι — απεργοσπαστικός — δαιμονομανής — αστασίαστος — αναπαμός — περιστήθιο — τρίγωνος |
|||