|
η мор. резкий удар волны о борт судна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово резкий удар волны о борт судна? — κυματοβολή как с (ново)греческого переводится слово κυματοβολή? — резкий удар волны о борт судна — συγγενικός — σκυλίσιος — ανέσωστος — γροθοπατινάδα — κυπρέϊκος — αλτρουίστρια — σιδερικό — καλάθι — λάκημα — κακόν — διπλοκλείδωτος — ελαιοπολτός — εντόκως — κοινολεκτικός — κορόϊδεμα — δικτατορίσκος — χωριατοπούλα — αποδελτιώνω — μηδισμός — καιροσκοπία — αυτοθέρμανση |
|||