|
ο крупный жулик, вор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крупный жулик? — κλέφταρος как на (ново)греческом будет слово вор? — κλέφταρος как с (ново)греческого переводится слово κλέφταρος? — крупный жулик, вор — χάϊδεμα — πεύκη — λαρυγγολογία — ξαγναντευτής — φορούσι — πανηγυριώτικος — σύρ'τα-φέρ'τα — εγκατάστατος — παλιάλογο — κορκάρι — εξοικονόμηση — δαιμονιώδης — ευθυσκοπώ — ακαγος — καλάϊ — ενθουσιαστικός — εξάεδρος — τορπιλλοπλάνο — αιγαιοπελαγίτικος — μαραγκούδικος — δερβενάκι |
|||