|
не имеющий избирательного голоса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не имеющий избирательного голоса? — αψηφος как с (ново)греческого переводится слово αψηφος? — не имеющий избирательного голоса — φαιδρύνω — ρεβιθοκεφτές — κστεύθυνση — πρόχειρο — ρινηλάτης — σαλονίτικος — διαφορετικός — καλαμώνας — οπλοφόρος — αραποβλογιά — παραδιαβάζω — ωοφόρος — θερμομετρώ — ερμηνεύς — ελλείπον — απόζερβα — εισβολή — τσάμπουρο — τσορματζής — τακούνι — αρκουδίζω |
|||