|
ο мотальщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мотальщик? — αναπηνιστής как с (ново)греческого переводится слово αναπηνιστής? — мотальщик — νεροποντή — αρένα — στεμφυλόπνευμα — δίκωχο — απαρενόχλητος — ευχολόγιον — εμβολισμός — ποτάσσιον — τσατάλι — μονοπωλιακός — οδύσσεια — χαλβαδοποιία — γναθικός — συνεισφέρω — μουνί — γρύψ — τσιγκούνικος — ψιττακίζω — αρθριτικά — αναφώνηση — διαλεκτικός |
|||